- ἀνέπαφοι
- ἀνέπαφοςuntouchedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Νειλώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Οι μόνες μαρτυρίες που αναφέρουν το όνομα Ν. εντοπίζονται στην Ερμούπολη, πόλη της Άνω Αιγύπτου, κοντά στη σημερινή πόλη Μίνια, όπου υπάρχει ένα νεκροταφείο. Πολλοί τάφοι του νεκροταφείου αυτού σώζονται σχεδόν ανέπαφοι. Σε… … Dictionary of Greek